- Πυγμαλίωνα
- Πυγμαλίωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλάτεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νηρηίδα, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, αγαπημένη του κύκλωπα Πολύφημου και μητέρα του γιου του, Γαλάτη, γενάρχη των Γαλατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Γ. δεν ήθελε τον έρωτα του Πολύφημου γιατί αγαπούσε τον… … Dictionary of Greek
Καρπασία ή Καρπάσεια — Αρχαία πόλη της Κύπρου. Βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού και είχε δώσει την ονομασία της και στη γύρω περιοχή. Ο ιστορικός Στέφανο Βυζάντιος αναφέρει ότι η πόλη χτίστηκε από τον Πυγμαλίωνα και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Στράβωνα… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Μάρστον, Τζον — (John Marston, Κόβεντρι 1575/6 – Λονδίνο 1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά, αλλά σύντομα το ενδιαφέρον του στράφηκε προς τη λογοτεχνία. Το 1598 εξέδωσε το ελεύθερο ποίημα του με τίτλο Η μεταμόρφωση της εικόνας του… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ορσεδίκη — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Κινύρα και της Μεθάρμης, κόρης του Πυγμαλίωνα, βασιλιά της Κύπρου. Αδέλφια της ήταν ο Άδωνης και ο Αξύπορτος. Η Αφροδίτη την κατεδίωκε με την οργή της. Πέθανε, με τις αδελφές της Βραισία και Λαογόρα, στην Αίγυπτο … Dictionary of Greek
Συγχαίος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θείος του Πυγμαλίωνα και της Διδώς, την οποία και νυμφεύτηκε. Ο Πυγμαλίων τον δολοφόνησε στο διάστημα ενός κυνηγιού για να πάρα τους θησαυρούς του, λέγοντας πως ο Σ. σκοτώθηκε από ατύχημα. Ο Σ. όμως παρουσιάστηκε στον … Dictionary of Greek
Συχαίος — Μυθολογικό πρόσωπο, αδελφός του Βήλου ή του Αγήνορα, βασιλιάς της Τύρου και ιερέας του Ηρακλή, θείος του Πυγμαλίωνα και της Διδώς, την οποία και έκανε σύζυγό του. Αναφέρεται και με το όνομα Συκχαίος. Ο Πυγμαλίων τον δολοφόνησε, γιατί… … Dictionary of Greek
Ταμασσός — Πόλη της αρχαίας Κύπρου, στο κέντρο του νησιού. Ο Όμηρος την αποκαλεί Ταμέα, και τα πλούσια ορυχεία χαλκού που βρίσκονταν κοντά της λειτουργούσαν έως την εποχή των Ρωμαίων. Ένας βασιλιάς της, ο Πασίκυπρις, ήταν τόσο άσωτος και σπάταλος, ώστε… … Dictionary of Greek
Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… … Dictionary of Greek